τηκεδών

τηκεδών
-όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α
(για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.)
αρχ.
1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά τού σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῡσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν», Ομ. Οδ.)
2. σήψη στον οργανισμό («τροπαὶ αἵματος ἤ σαρκὸς τακεδόνες», Τίμ. Λοκρ.)
3. μέσο για αδυνάτισμα, για μείωση τού πάχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το θ. τού ρ. τήκω με επίθημα -ε-δών (πρβλ. σηπ-ε-δών)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τηκεδών — melting fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδόνα — τηκεδών melting fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδόνας — τηκεδών melting fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδόνες — τηκεδών melting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδόνι — τηκεδών melting fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδόνος — τηκεδών melting fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδόσι — τηκεδών melting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδονικός — ή, όν, Α [τηκεδών, όνος] (μόνον στο ουδ.) αυτός που τήκεται ή αυτός που φθείρεται …   Dictionary of Greek

  • ψηκεδών — όνος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κονιορτός». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < θ. ψη τού ψήω* / ψῆν κατά το τηκεδών*] …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՇՈՒԱԾ — (ոյ.) NBH 2 0210 Chronological Sequence: Unknown date գ. τηκεδών liquatio, tabes. Մաշումն. հալումն. մաշեալ մասն. փտութիւն. *Յորժամ մաշեսցի միտքն, վերստին դարձել զմաշուածն յերակքն հանէ. Պղատ. տիմ.: *Զայս ամենայն մաշուածս մատաղագոյն մարմնոյն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”